- νουκλίδιο
- τοφυσ. ατομικό είδος, αποτελούμενο από τον πυρήνα και τα περιφερειακά του ηλεκτρόνια, το οποίο χαρακτηρίζεται από τον αριθμό τών πρωτονίων και νετρονίων και από την ενεργειακή κατάσταση τού πυρήνα του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… … Dictionary of Greek
ραδιονουκλίδια — τα, Ν φυσ. ραδιενεργά νουκλίδια, οι πυρήνες τών οποίων είναι δυνατόν να μετασχηματιστούν αυθόρμητα σε πυρήνες άλλων νουκλιδίων, σταθερών ή ραδιενεργών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. radionuclide (< λατ. radius «ακτίνα» +… … Dictionary of Greek
συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το … Dictionary of Greek